αγνωστικός

αγνωστικός
ο
ο αγνωστικιστής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄγνωστος + καταλ. -ικός, πρβλ. αγγλ. agnostic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγνωστικίζω — [αγνωστικός] έχω τάση προς τον αγνωστικισμό* …   Dictionary of Greek

  • αγνωστικισμός — Φιλοσοφικός όρος που γεννήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του θετικισμού και συγκεκριμένα μεταξύ των Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο όρος, που τον επινόησε ο Άγγλος φυσιοδίφης Χάξλεϊ το 1869 και τον χρησιμοποίησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”